αλωπεκίαση

αλωπεκίαση
η (Α ἀλωπεκίασις)
η νόσος αλωπεκία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλωπεκ-, θ. τής λ. ἀλώπηξ + παραγ. κατάλ. -ίασις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αλωπεκία — αλωπεκία, η και αλωπεκίαση, η (ιατρ.), πέσιμο γενικό ή μερικό των μαλλιών του κεφαλιού: Είναι πολύ στενοχωρημένη, γιατί πάσχει από αλωπεκίαση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -ίαση — (ΑΜ ίασις) κατάλ. πολλών θηλ. ουσ. τής Ελληνικής που αποτελεί επηυξημένη μορφή τής κατάλ. σιc και προήλθε με απόσπαση τού ια τών ρ. σε ιάω, ιώ πρβλ. βουλιμ ία σις < βουλιμ ιά ω, ιώ, δειλ ία σις < δειλ ιά ω, ιώ, μειδ ία σις < μειδ ιά ω,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”